Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀπωτέρω
ἀραβέω
Ἀραβία
Ἀραβικός
Ἀράβιος
ἄραβος
ἄραγμα
ἀραγμός
ἀραῖος
ἀραιός
ἀραξίχειρος
ἀράομαι
ἆρα
ἄρα
ἀρά
ἀραρίσκω
ἀραρότως
ἀράσσω
ἀρατός
ἀραχναῖος
ἀράχνη
View word page
ἀραξίχειρος
ἀραξίχειρος ἀράσσω, χείρ beaten with the hand, τύμπανα Anth.
ShortDef
beaten with the hand
Debugging
Headword:
ἀραξίχειρος
Headword (normalized):
ἀραξίχειρος
Headword (normalized/stripped):
αραξιχειρος
IDX:
4671
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n4674
Key:
a)raci/xeiros
Data
{'content': 'ἀραξίχειρος\n ἀράσσω, χείρ\n beaten with the hand, τύμπανα Anth.', 'key': 'a)raci/xeiros'}