Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀπρόσμικτος
ἀπρόσοιστος
ἀπροσόμιλος
ἀπροσπέλαστος
ἀπροστασίου
ἀπρόσφορος
ἀπροσωπόληπτος
ἀπρόσωπος
ἀπροτίμαστος
ἀπροφάσιστος
ἀπροφύλακτος
ἄπταιστος
ἄπτερος
ἀπτήν
ἀπτοεπής
ἁπτός
ἅπτω
ἀπτώς
ἀπύλωτος
ἀπύργωτος
ἄπυρος
View word page
ἀπροφύλακτος
ἀπροφύλακτος προφυλάσσομαι not guarded against, unforeseen, Thuc.

ShortDef

not guarded against, unforeseen

Debugging

Headword:
ἀπροφύλακτος
Headword (normalized):
ἀπροφύλακτος
Headword (normalized/stripped):
απροφυλακτος
IDX:
4637
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n4640
Key:
a)profu/laktos

Data

{'content': 'ἀπροφύλακτος\n προφυλάσσομαι\n not guarded against, unforeseen, Thuc.', 'key': 'a)profu/laktos'}