Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀπρόσιτος
ἀπρόσκεπτος
ἀπρόσκλητος
ἀπρόσκοπος
ἀπρόσμαχος
ἀπρόσμικτος
ἀπρόσοιστος
ἀπροσόμιλος
ἀπροσπέλαστος
ἀπροστασίου
ἀπρόσφορος
ἀπροσωπόληπτος
ἀπρόσωπος
ἀπροτίμαστος
ἀπροφάσιστος
ἀπροφύλακτος
ἄπταιστος
ἄπτερος
ἀπτήν
ἀπτοεπής
ἁπτός
View word page
ἀπρόσφορος
ἀπρόσφορος unsuitable, dangerous, Eur.

ShortDef

unsuitable, dangerous

Debugging

Headword:
ἀπρόσφορος
Headword (normalized):
ἀπρόσφορος
Headword (normalized/stripped):
απροσφορος
IDX:
4632
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n4635
Key:
a)pro/sforos

Data

{'content': 'ἀπρόσφορος\n unsuitable, dangerous, Eur.', 'key': 'a)pro/sforos'}