Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀπροσδόκητος
ἀπροσηγορία
ἀπροσήγορος
ἀπρόσικτος
ἀπρόσιτος
ἀπρόσκεπτος
ἀπρόσκλητος
ἀπρόσκοπος
ἀπρόσμαχος
ἀπρόσμικτος
ἀπρόσοιστος
ἀπροσόμιλος
ἀπροσπέλαστος
ἀπροστασίου
ἀπρόσφορος
ἀπροσωπόληπτος
ἀπρόσωπος
ἀπροτίμαστος
ἀπροφάσιστος
ἀπροφύλακτος
ἄπταιστος
View word page
ἀπρόσοιστος
ἀπρόσοιστος προσοίσω, fut. of προσφέρω not to be withstood, irresistible, Aesch.
ShortDef
not to be withstood, irresistible
Debugging
Headword:
ἀπρόσοιστος
Headword (normalized):
ἀπρόσοιστος
Headword (normalized/stripped):
απροσοιστος
IDX:
4628
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n4631
Key:
a)pro/soistos
Data
{'content': 'ἀπρόσοιστος\n προσοίσω, fut. of προσφέρω\n not to be withstood, irresistible, Aesch.', 'key': 'a)pro/soistos'}