Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀπροοιμίαστος
ἀπρόοπτος
ἀπρόσβατος
ἀπροσδεής
ἀπροσδιόνυσος
ἀπροσδόκητος
ἀπροσηγορία
ἀπροσήγορος
ἀπρόσικτος
ἀπρόσιτος
ἀπρόσκεπτος
ἀπρόσκλητος
ἀπρόσκοπος
ἀπρόσμαχος
ἀπρόσμικτος
ἀπρόσοιστος
ἀπροσόμιλος
ἀπροσπέλαστος
ἀπροστασίου
ἀπρόσφορος
ἀπροσωπόληπτος
View word page
ἀπρόσκεπτος
ἀπρόσκεπτος προσκοπέω unforeseen, Xen. act. improvident, Dem.
ShortDef
unforeseen
Debugging
Headword:
ἀπρόσκεπτος
Headword (normalized):
ἀπρόσκεπτος
Headword (normalized/stripped):
απροσκεπτος
IDX:
4623
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n4626
Key:
a)pro/skeptos
Data
{'content': 'ἀπρόσκεπτος\n προσκοπέω\n unforeseen, Xen.\n act. improvident, Dem.', 'key': 'a)pro/skeptos'}