Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀπρομήθεια
ἀπρομήθης
ἀπρονόητος
ἀπροοιμίαστος
ἀπρόοπτος
ἀπρόσβατος
ἀπροσδεής
ἀπροσδιόνυσος
ἀπροσδόκητος
ἀπροσηγορία
ἀπροσήγορος
ἀπρόσικτος
ἀπρόσιτος
ἀπρόσκεπτος
ἀπρόσκλητος
ἀπρόσκοπος
ἀπρόσμαχος
ἀπρόσμικτος
ἀπρόσοιστος
ἀπροσόμιλος
ἀπροσπέλαστος
View word page
ἀπροσήγορος
ἀπροσήγορος not to be accosted, savage, Soph.

ShortDef

not to be accosted, savage

Debugging

Headword:
ἀπροσήγορος
Headword (normalized):
ἀπροσήγορος
Headword (normalized/stripped):
απροσηγορος
IDX:
4620
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n4623
Key:
a)prosh/goros

Data

{'content': 'ἀπροσήγορος\n not to be accosted, savage, Soph.', 'key': 'a)prosh/goros'}