Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀπροϊδής
ἄπροικος
ἀπρομήθεια
ἀπρομήθης
ἀπρονόητος
ἀπροοιμίαστος
ἀπρόοπτος
ἀπρόσβατος
ἀπροσδεής
ἀπροσδιόνυσος
ἀπροσδόκητος
ἀπροσηγορία
ἀπροσήγορος
ἀπρόσικτος
ἀπρόσιτος
ἀπρόσκεπτος
ἀπρόσκλητος
ἀπρόσκοπος
ἀπρόσμαχος
ἀπρόσμικτος
ἀπρόσοιστος
View word page
ἀπροσδόκητος
ἀπροσδόκητος unexpected, unlooked for, Aesch., etc.; ἐξ ἀπροσδοκήτου, Lat. necopinato, Hdt.; so adv. -τως, Thuc. act. not expecting, unaware, Thuc.

ShortDef

unexpected, unlooked for

Debugging

Headword:
ἀπροσδόκητος
Headword (normalized):
ἀπροσδόκητος
Headword (normalized/stripped):
απροσδοκητος
IDX:
4618
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n4621
Key:
a)prosdo/khtos

Data

{'content': 'ἀπροσδόκητος\n unexpected, unlooked for, Aesch., etc.; ἐξ ἀπροσδοκήτου, Lat. necopinato, Hdt.; so adv. -τως, Thuc.\n act. not expecting, unaware, Thuc.', 'key': 'a)prosdo/khtos'}