Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀπροαίρετος
ἀπροβούλευτος
ἀπρόβουλος
ἀπρόθυμος
ἀπροϊδής
ἄπροικος
ἀπρομήθεια
ἀπρομήθης
ἀπρονόητος
ἀπροοιμίαστος
ἀπρόοπτος
ἀπρόσβατος
ἀπροσδεής
ἀπροσδιόνυσος
ἀπροσδόκητος
ἀπροσηγορία
ἀπροσήγορος
ἀπρόσικτος
ἀπρόσιτος
ἀπρόσκεπτος
ἀπρόσκλητος
View word page
ἀπρόοπτος
ἀπρόοπτος προόψομαι, fut. of προοράω unforeseen, Aesch.

ShortDef

unforeseen

Debugging

Headword:
ἀπρόοπτος
Headword (normalized):
ἀπρόοπτος
Headword (normalized/stripped):
απροοπτος
IDX:
4614
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n4617
Key:
a)pro/optos

Data

{'content': 'ἀπρόοπτος\n προόψομαι, fut. of προοράω\n unforeseen, Aesch.', 'key': 'a)pro/optos'}