Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀπριγδόπληκτος
ἀπρίξ
ἀπροαίρετος
ἀπροβούλευτος
ἀπρόβουλος
ἀπρόθυμος
ἀπροϊδής
ἄπροικος
ἀπρομήθεια
ἀπρομήθης
ἀπρονόητος
ἀπροοιμίαστος
ἀπρόοπτος
ἀπρόσβατος
ἀπροσδεής
ἀπροσδιόνυσος
ἀπροσδόκητος
ἀπροσηγορία
ἀπροσήγορος
ἀπρόσικτος
ἀπρόσιτος
View word page
ἀπρονόητος
ἀπρονόητος προνοέομαι unpremeditated, ἀκρασία Arist. act. improvident, Xen.:—adv. -τως, Xen.

ShortDef

unpremeditated

Debugging

Headword:
ἀπρονόητος
Headword (normalized):
ἀπρονόητος
Headword (normalized/stripped):
απρονοητος
IDX:
4612
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n4615
Key:
a)prono/htos

Data

{'content': 'ἀπρονόητος\n προνοέομαι\n unpremeditated, ἀκρασία Arist.\n act. improvident, Xen.:—adv. -τως, Xen.', 'key': 'a)prono/htos'}