Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀπρήϋντος
ἀπριάτην
ἄπριγδα
ἀπριγδόπληκτος
ἀπρίξ
ἀπροαίρετος
ἀπροβούλευτος
ἀπρόβουλος
ἀπρόθυμος
ἀπροϊδής
ἄπροικος
ἀπρομήθεια
ἀπρομήθης
ἀπρονόητος
ἀπροοιμίαστος
ἀπρόοπτος
ἀπρόσβατος
ἀπροσδεής
ἀπροσδιόνυσος
ἀπροσδόκητος
ἀπροσηγορία
View word page
ἄπροικος
ἄπροικος προίξ without portion or dowry, ἄπροικον τὴν ἀδελφὴν διδόναι to give her in marriage without dowry, Isae.
ShortDef
without portion
Debugging
Headword:
ἄπροικος
Headword (normalized):
ἄπροικος
Headword (normalized/stripped):
απροικος
IDX:
4609
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n4612
Key:
a)/proikos
Data
{'content': 'ἄπροικος\n προίξ\n without portion or dowry, ἄπροικον τὴν ἀδελφὴν διδόναι to give her in marriage without dowry, Isae.', 'key': 'a)/proikos'}