Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀπραξία
ἀπρασία
ἄπρατος
ἀπρέπεια
ἀπρεπής
ἀπρεπίη
ἀπρήϋντος
ἀπριάτην
ἄπριγδα
ἀπριγδόπληκτος
ἀπρίξ
ἀπροαίρετος
ἀπροβούλευτος
ἀπρόβουλος
ἀπρόθυμος
ἀπροϊδής
ἄπροικος
ἀπρομήθεια
ἀπρομήθης
ἀπρονόητος
ἀπροοιμίαστος
View word page
ἀπρίξ
ἀπρίξ a_copul, πρίω with closed teeth, Lat. mordicus: hence fast, tight, ἀπρὶξ συλλαβεῖν Soph.
ShortDef
with closed teeth
Debugging
Headword:
ἀπρίξ
Headword (normalized):
ἀπρίξ
Headword (normalized/stripped):
απριξ
IDX:
4603
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n4606
Key:
a)pri/c
Data
{'content': 'ἀπρίξ\n a_copul, πρίω\n with closed teeth, Lat. mordicus: hence fast, tight, ἀπρὶξ συλλαβεῖν Soph.', 'key': 'a)pri/c'}