Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀπραγμοσύνη
ἀπράγμων
ἀπρακτέω
ἄπρακτος
ἀπραξία
ἀπρασία
ἄπρατος
ἀπρέπεια
ἀπρεπής
ἀπρεπίη
ἀπρήϋντος
ἀπριάτην
ἄπριγδα
ἀπριγδόπληκτος
ἀπρίξ
ἀπροαίρετος
ἀπροβούλευτος
ἀπρόβουλος
ἀπρόθυμος
ἀπροϊδής
ἄπροικος
View word page
ἀπρήϋντος
ἀπρήϋντος πραΰνω implacable, Anth.

ShortDef

implacable

Debugging

Headword:
ἀπρήϋντος
Headword (normalized):
ἀπρήϋντος
Headword (normalized/stripped):
απρηυντος
IDX:
4599
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n4602
Key:
a)prh/u+ntos

Data

{'content': 'ἀπρήϋντος\n πραΰνω\n implacable, Anth.', 'key': 'a)prh/u+ntos'}