Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀππαπαῖ
ἀπραγία
ἀπραγμοσύνη
ἀπράγμων
ἀπρακτέω
ἄπρακτος
ἀπραξία
ἀπρασία
ἄπρατος
ἀπρέπεια
ἀπρεπής
ἀπρεπίη
ἀπρήϋντος
ἀπριάτην
ἄπριγδα
ἀπριγδόπληκτος
ἀπρίξ
ἀπροαίρετος
ἀπροβούλευτος
ἀπρόβουλος
ἀπρόθυμος
View word page
ἀπρεπής
ἀπρεπής πρέπω unseemly, unbecoming, indecent, indecorous, Thuc., etc.; τὸ ἀπρεπές ἀπρέπεια, Thuc.:— adv. -πῶς, poet. -πέως,Hhymn., Plat. of persons, disreputable, Theocr.
ShortDef
unseemly, unbecoming, indecent, indecorous
Debugging
Headword:
ἀπρεπής
Headword (normalized):
ἀπρεπής
Headword (normalized/stripped):
απρεπης
IDX:
4597
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n4600
Key:
a)preph/s
Data
{'content': 'ἀπρεπής\n πρέπω\n unseemly, unbecoming, indecent, indecorous, Thuc., etc.; τὸ ἀπρεπές ἀπρέπεια, Thuc.:— adv. -πῶς, poet. -πέως,Hhymn., Plat.\n of persons, disreputable, Theocr.', 'key': 'a)preph/s'}