Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀδολεσχία
ἄδολος
ἀδόνητος
ἀδόξαστος
ἀδοξέω
ἀδοξία
ἄδοξος
ἅδος
ἄδοτος
ἄδουλος
ἀδούπητος
ἀδρανής
Ἀδράστεια
ἄδραστος
Ἀδριακός
Ἀδριανός
Ἀδρίας
ἁδρόομαι
ἁδρός
ἁδροσύνη
ἁδροτής
View word page
ἀδούπητος
ἀδούπητος δουπέω noiseless, Anth.

ShortDef

noiseless

Debugging

Headword:
ἀδούπητος
Headword (normalized):
ἀδούπητος
Headword (normalized/stripped):
αδουπητος
IDX:
460
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n460
Key:
a)dou/phtos

Data

{'content': 'ἀδούπητος\n δουπέω\n noiseless, Anth.', 'key': 'a)dou/phtos'}