Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀβόσκητος
ἀβουκόλητος
ἀβουλέω
ἀβουλία
ἄβουλος
ἀβούτης
ἀβριθής
ἁβροβάτης
ἁβρόβιος
ἁβρόγοος
ἁβροδίαιτος
ἁβροκόμης
ἀβρόμιος
ἄβρομος
ἁβροπέδιλος
ἁβρόπηνος
ἁβρόπλουτος
ἁβρός
ἀβροτάζω
ἁβρότης
ἁβρότιμος
View word page
ἁβροδίαιτος
ἁβροδίαιτος δίαιτα living delicately, Aesch.; τὸ ἁβροδίαιτον effeminacy, Thuc.

ShortDef

living delicately

Debugging

Headword:
ἁβροδίαιτος
Headword (normalized):
ἁβροδίαιτος
Headword (normalized/stripped):
αβροδιαιτος
IDX:
46
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n46
Key:
a(brodi/aitos

Data

{'content': 'ἁβροδίαιτος\n δίαιτα\n living delicately, Aesch.; τὸ ἁβροδίαιτον effeminacy, Thuc.', 'key': 'a(brodi/aitos'}