Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀποψάω
ἀποψεύδομαι
ἀποψηφίζομαι
ἀποψιλόω
ἄποψις
ἀποψύχω
ἀππαπαῖ
ἀπραγία
ἀπραγμοσύνη
ἀπράγμων
ἀπρακτέω
ἄπρακτος
ἀπραξία
ἀπρασία
ἄπρατος
ἀπρέπεια
ἀπρεπής
ἀπρεπίη
ἀπρήϋντος
ἀπριάτην
ἄπριγδα
View word page
ἀπρακτέω
ἀπρακτέω ἄπρακτος to do nothing, Arist. to gain nothing, παρά τινος Xen.

ShortDef

to do nothing

Debugging

Headword:
ἀπρακτέω
Headword (normalized):
ἀπρακτέω
Headword (normalized/stripped):
απρακτεω
IDX:
4591
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n4594
Key:
a)prakte/w

Data

{'content': 'ἀπρακτέω\n ἄπρακτος\n to do nothing, Arist.\n to gain nothing, παρά τινος Xen.', 'key': 'a)prakte/w'}