Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀδολέσχης
ἀδολεσχία
ἄδολος
ἀδόνητος
ἀδόξαστος
ἀδοξέω
ἀδοξία
ἄδοξος
ἅδος
ἄδοτος
ἄδουλος
ἀδούπητος
ἀδρανής
Ἀδράστεια
ἄδραστος
Ἀδριακός
Ἀδριανός
Ἀδρίας
ἁδρόομαι
ἁδρός
ἁδροσύνη
View word page
ἄδουλος
ἄδουλος unattended by slaves, Eur.

ShortDef

unattended by slaves

Debugging

Headword:
ἄδουλος
Headword (normalized):
ἄδουλος
Headword (normalized/stripped):
αδουλος
IDX:
459
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n459
Key:
a)/doulos

Data

{'content': 'ἄδουλος\n unattended by slaves, Eur.', 'key': 'a)/doulos'}