Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀποχέω
ἀποχή
ἀποχηρόομαι
ἀποχραίνω
ἀποχράω
ἀποχρήματος
ἀποχρώντως
ἀποχυρόω
ἀποχωλεύω
ἀποχωλόομαι
ἀποχώννυμι
ἀποχωρέω
ἀποχώρησις
ἀποχωρίζω
ἀπόχωσις
ἀποψάω
ἀποψεύδομαι
ἀποψηφίζομαι
ἀποψιλόω
ἄποψις
ἀποψύχω
View word page
ἀποχώννυμι
ἀποχώννυμι to bank up the mouth of a river, Xen.

ShortDef

to bank up

Debugging

Headword:
ἀποχώννυμι
Headword (normalized):
ἀποχώννυμι
Headword (normalized/stripped):
αποχωννυμι
IDX:
4576
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n4579
Key:
a)poxw/nnumi

Data

{'content': 'ἀποχώννυμι\n to bank up the mouth of a river, Xen.', 'key': 'a)poxw/nnumi'}