Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀποχειροτονέω
ἀποχειροτονία
ἀποχέω
ἀποχή
ἀποχηρόομαι
ἀποχραίνω
ἀποχράω
ἀποχρήματος
ἀποχρώντως
ἀποχυρόω
ἀποχωλεύω
ἀποχωλόομαι
ἀποχώννυμι
ἀποχωρέω
ἀποχώρησις
ἀποχωρίζω
ἀπόχωσις
ἀποψάω
ἀποψεύδομαι
ἀποψηφίζομαι
ἀποψιλόω
View word page
ἀποχωλεύω
ἀποχωλεύω to make quite lame, Xen.

ShortDef

to make quite lame

Debugging

Headword:
ἀποχωλεύω
Headword (normalized):
ἀποχωλεύω
Headword (normalized/stripped):
αποχωλευω
IDX:
4574
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n4577
Key:
a)poxwleu/w

Data

{'content': 'ἀποχωλεύω\n to make quite lame, Xen.', 'key': 'a)poxwleu/w'}