Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀποχειροβίωτος
ἀποχειροτονέω
ἀποχειροτονία
ἀποχέω
ἀποχή
ἀποχηρόομαι
ἀποχραίνω
ἀποχράω
ἀποχρήματος
ἀποχρώντως
ἀποχυρόω
ἀποχωλεύω
ἀποχωλόομαι
ἀποχώννυμι
ἀποχωρέω
ἀποχώρησις
ἀποχωρίζω
ἀπόχωσις
ἀποψάω
ἀποψεύδομαι
ἀποψηφίζομαι
View word page
ἀποχυρόω
ἀποχυρόω to secure by fortifications: metaph. in perf. pass. part., ἀπωχυρωμένος πρός τι secure against a thing, Plat.
ShortDef
to secure by fortifications
Debugging
Headword:
ἀποχυρόω
Headword (normalized):
ἀποχυρόω
Headword (normalized/stripped):
αποχυροω
IDX:
4573
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n4576
Key:
a)poxuro/w
Data
{'content': 'ἀποχυρόω\n to secure by fortifications: metaph. in perf. pass. part., ἀπωχυρωμένος πρός τι secure against a thing, Plat.', 'key': 'a)poxuro/w'}