Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀποχαρακόω
ἀποχειροβίωτος
ἀποχειροτονέω
ἀποχειροτονία
ἀποχέω
ἀποχή
ἀποχηρόομαι
ἀποχραίνω
ἀποχράω
ἀποχρήματος
ἀποχρώντως
ἀποχυρόω
ἀποχωλεύω
ἀποχωλόομαι
ἀποχώννυμι
ἀποχωρέω
ἀποχώρησις
ἀποχωρίζω
ἀπόχωσις
ἀποψάω
ἀποψεύδομαι
View word page
ἀποχρώντως
ἀποχρώντως enough, sufficiently, Thuc.
ShortDef
enough, sufficiently
Debugging
Headword:
ἀποχρώντως
Headword (normalized):
ἀποχρώντως
Headword (normalized/stripped):
αποχρωντως
IDX:
4572
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n4575
Key:
a)poxrw/ntws
Data
{'content': 'ἀποχρώντως\n enough, sufficiently, Thuc.', 'key': 'a)poxrw/ntws'}