Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀποχαλινόω
ἀποχαλκεύω
ἀποχαλκίζω
ἀποχαρακόω
ἀποχειροβίωτος
ἀποχειροτονέω
ἀποχειροτονία
ἀποχέω
ἀποχή
ἀποχηρόομαι
ἀποχραίνω
ἀποχράω
ἀποχρήματος
ἀποχρώντως
ἀποχυρόω
ἀποχωλεύω
ἀποχωλόομαι
ἀποχώννυμι
ἀποχωρέω
ἀποχώρησις
ἀποχωρίζω
View word page
ἀποχραίνω
ἀποχραίνω to soften away the colour, shade off, Plat.
ShortDef
to soften away the colour, shade off
Debugging
Headword:
ἀποχραίνω
Headword (normalized):
ἀποχραίνω
Headword (normalized/stripped):
αποχραινω
IDX:
4569
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n4571
Key:
a)poxrai/nw
Data
{'content': 'ἀποχραίνω\n to soften away the colour, shade off, Plat.', 'key': 'a)poxrai/nw'}