Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀποχαλάω
ἀποχαλινόω
ἀποχαλκεύω
ἀποχαλκίζω
ἀποχαρακόω
ἀποχειροβίωτος
ἀποχειροτονέω
ἀποχειροτονία
ἀποχέω
ἀποχή
ἀποχηρόομαι
ἀποχραίνω
ἀποχράω
ἀποχρήματος
ἀποχρώντως
ἀποχυρόω
ἀποχωλεύω
ἀποχωλόομαι
ἀποχώννυμι
ἀποχωρέω
ἀποχώρησις
View word page
ἀποχηρόομαι
ἀποχηρόομαι Pass. to be bereft of, τινος Ar.

ShortDef

to be bereft of

Debugging

Headword:
ἀποχηρόομαι
Headword (normalized):
ἀποχηρόομαι
Headword (normalized/stripped):
αποχηροομαι
IDX:
4568
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n4570
Key:
a)poxhro/omai

Data

{'content': 'ἀποχηρόομαι\n Pass. to be bereft of, τινος Ar.', 'key': 'a)poxhro/omai'}