Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀδόκιμος
ἀδολεσχέω
ἀδολέσχης
ἀδολεσχία
ἄδολος
ἀδόνητος
ἀδόξαστος
ἀδοξέω
ἀδοξία
ἄδοξος
ἅδος
ἄδοτος
ἄδουλος
ἀδούπητος
ἀδρανής
Ἀδράστεια
ἄδραστος
Ἀδριακός
Ἀδριανός
Ἀδρίας
ἁδρόομαι
View word page
ἅδος
ἅδος ἄω satio satiety, loathing, Il.
ShortDef
satiety, loathing
decree
Debugging
Headword:
ἅδος
Headword (normalized):
ἅδος
Headword (normalized/stripped):
αδος
IDX:
457
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n457
Key:
a(/dos1
Data
{'content': 'ἅδος\n ἄω satio\n satiety, loathing, Il.', 'key': 'a(/dos1'}