Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀποχάζομαι
ἀποχαλάω
ἀποχαλινόω
ἀποχαλκεύω
ἀποχαλκίζω
ἀποχαρακόω
ἀποχειροβίωτος
ἀποχειροτονέω
ἀποχειροτονία
ἀποχέω
ἀποχή
ἀποχηρόομαι
ἀποχραίνω
ἀποχράω
ἀποχρήματος
ἀποχρώντως
ἀποχυρόω
ἀποχωλεύω
ἀποχωλόομαι
ἀποχώννυμι
ἀποχωρέω
View word page
ἀποχή
ἀποχή ἀπέχω abstinence, Plut. a receipt, quittance, Anth.
ShortDef
abstinence
Debugging
Headword:
ἀποχή
Headword (normalized):
ἀποχή
Headword (normalized/stripped):
αποχη
IDX:
4567
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n4569
Key:
a)poxh/
Data
{'content': 'ἀποχή\n ἀπέχω\n abstinence, Plut.\n a receipt, quittance, Anth.', 'key': 'a)poxh/'}