Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀποφυγγάνω
ἀποφυγή
ἀποφυσάω
ἀποφώλιος
ἀποχάζομαι
ἀποχαλάω
ἀποχαλινόω
ἀποχαλκεύω
ἀποχαλκίζω
ἀποχαρακόω
ἀποχειροβίωτος
ἀποχειροτονέω
ἀποχειροτονία
ἀποχέω
ἀποχή
ἀποχηρόομαι
ἀποχραίνω
ἀποχράω
ἀποχρήματος
ἀποχρώντως
ἀποχυρόω
View word page
ἀποχειροβίωτος
ἀποχειροβίωτος χείρ, βιόω living by the work of oneʼs hands, Hdt., Xen.
ShortDef
living by the work of one's hands
Debugging
Headword:
ἀποχειροβίωτος
Headword (normalized):
ἀποχειροβίωτος
Headword (normalized/stripped):
αποχειροβιωτος
IDX:
4563
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n4565
Key:
a)poxeirobi/wtos
Data
{'content': 'ἀποχειροβίωτος\n χείρ, βιόω\n living by the work of oneʼs hands, Hdt., Xen.', 'key': 'a)poxeirobi/wtos'}