Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀπόφραξις
ἀποφράς
ἀποφυγγάνω
ἀποφυγή
ἀποφυσάω
ἀποφώλιος
ἀποχάζομαι
ἀποχαλάω
ἀποχαλινόω
ἀποχαλκεύω
ἀποχαλκίζω
ἀποχαρακόω
ἀποχειροβίωτος
ἀποχειροτονέω
ἀποχειροτονία
ἀποχέω
ἀποχή
ἀποχηρόομαι
ἀποχραίνω
ἀποχράω
ἀποχρήματος
View word page
ἀποχαλκίζω
ἀποχαλκίζω to strip of brass, i. e. money, Anth.

ShortDef

to strip of brass

Debugging

Headword:
ἀποχαλκίζω
Headword (normalized):
ἀποχαλκίζω
Headword (normalized/stripped):
αποχαλκιζω
IDX:
4561
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n4563
Key:
a)poxalki/zw

Data

{'content': 'ἀποχαλκίζω\n to strip of brass, i. e. money, Anth.', 'key': 'a)poxalki/zw'}