Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀπόφονος
ἀποφορά
ἀποφράγνυμι
ἀπόφραξις
ἀποφράς
ἀποφυγγάνω
ἀποφυγή
ἀποφυσάω
ἀποφώλιος
ἀποχάζομαι
ἀποχαλάω
ἀποχαλινόω
ἀποχαλκεύω
ἀποχαλκίζω
ἀποχαρακόω
ἀποχειροβίωτος
ἀποχειροτονέω
ἀποχειροτονία
ἀποχέω
ἀποχή
ἀποχηρόομαι
View word page
ἀποχαλάω
ἀποχαλάω to slack away a rope: metaph., ἀποχάλα τὴν φροντίδα Ar.
ShortDef
to slack away
Debugging
Headword:
ἀποχαλάω
Headword (normalized):
ἀποχαλάω
Headword (normalized/stripped):
αποχαλαω
IDX:
4558
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n4560
Key:
a)poxala/w
Data
{'content': 'ἀποχαλάω\n to slack away a rope: metaph., ἀποχάλα τὴν φροντίδα Ar.', 'key': 'a)poxala/w'}