Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀδοκίμαστος
ἀδόκιμος
ἀδολεσχέω
ἀδολέσχης
ἀδολεσχία
ἄδολος
ἀδόνητος
ἀδόξαστος
ἀδοξέω
ἀδοξία
ἄδοξος
ἅδος
ἄδοτος
ἄδουλος
ἀδούπητος
ἀδρανής
Ἀδράστεια
ἄδραστος
Ἀδριακός
Ἀδριανός
Ἀδρίας
View word page
ἄδοξος
ἄδοξος δόξα inglorious, disreputable, Xen., Dem.: —of persons, obscure, ignoble, Xen., etc.:—adv. -ξως, Plut.
ShortDef
inglorious, disreputable
Debugging
Headword:
ἄδοξος
Headword (normalized):
ἄδοξος
Headword (normalized/stripped):
αδοξος
IDX:
456
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n456
Key:
a)/docos
Data
{'content': 'ἄδοξος\n δόξα\n inglorious, disreputable, Xen., Dem.: —of persons, obscure, ignoble, Xen., etc.:—adv. -ξως, Plut.', 'key': 'a)/docos'}