Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀποφλοιόω
ἀποφοιτάω
ἀπόφονος
ἀποφορά
ἀποφράγνυμι
ἀπόφραξις
ἀποφράς
ἀποφυγγάνω
ἀποφυγή
ἀποφυσάω
ἀποφώλιος
ἀποχάζομαι
ἀποχαλάω
ἀποχαλινόω
ἀποχαλκεύω
ἀποχαλκίζω
ἀποχαρακόω
ἀποχειροβίωτος
ἀποχειροτονέω
ἀποχειροτονία
ἀποχέω
View word page
ἀποφώλιος
ἀποφώλιος Deriv. unknown. empty, vain, idle, useless, fruitless, Lat. irritus, Od.
ShortDef
empty, vain, idle, useless, fruitless
Debugging
Headword:
ἀποφώλιος
Headword (normalized):
ἀποφώλιος
Headword (normalized/stripped):
αποφωλιος
IDX:
4556
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n4558
Key:
a)pofw/lios
Data
{'content': 'ἀποφώλιος\n Deriv. unknown.\n empty, vain, idle, useless, fruitless, Lat. irritus, Od.', 'key': 'a)pofw/lios'}