Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀποφθορά
ἀποφλαυρίζω
ἀποφλοιόω
ἀποφοιτάω
ἀπόφονος
ἀποφορά
ἀποφράγνυμι
ἀπόφραξις
ἀποφράς
ἀποφυγγάνω
ἀποφυγή
ἀποφυσάω
ἀποφώλιος
ἀποχάζομαι
ἀποχαλάω
ἀποχαλινόω
ἀποχαλκεύω
ἀποχαλκίζω
ἀποχαρακόω
ἀποχειροβίωτος
ἀποχειροτονέω
View word page
ἀποφυγή
ἀποφυγή an escape or place of refuge, ἀποφυγὰς παρέχειν Thuc.; ἀπ. κακῶν escape from ills, Plat.
ShortDef
an escape
Debugging
Headword:
ἀποφυγή
Headword (normalized):
ἀποφυγή
Headword (normalized/stripped):
αποφυγη
IDX:
4554
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n4556
Key:
a)pofugh/
Data
{'content': 'ἀποφυγή\n an escape or place of refuge, ἀποφυγὰς παρέχειν Thuc.; ἀπ. κακῶν escape from ills, Plat.', 'key': 'a)pofugh/'}