Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀποφθείρω
ἀποφθινύθω
ἀποφθίνω
ἀποφθορά
ἀποφλαυρίζω
ἀποφλοιόω
ἀποφοιτάω
ἀπόφονος
ἀποφορά
ἀποφράγνυμι
ἀπόφραξις
ἀποφράς
ἀποφυγγάνω
ἀποφυγή
ἀποφυσάω
ἀποφώλιος
ἀποχάζομαι
ἀποχαλάω
ἀποχαλινόω
ἀποχαλκεύω
ἀποχαλκίζω
View word page
ἀπόφραξις
ἀπόφραξις ἀποφράσσω a blocking up, Xen. ἀποφράσσω, Plat., Dem. —Mid., ἀποφράξασθαι αὐτούς to bar their passage, Thuc.
ShortDef
a blocking up
Debugging
Headword:
ἀπόφραξις
Headword (normalized):
ἀπόφραξις
Headword (normalized/stripped):
αποφραξις
IDX:
4551
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n4553
Key:
a)po/fracis
Data
{'content': 'ἀπόφραξις\n ἀποφράσσω\n a blocking up, Xen.\n ἀποφράσσω, Plat., Dem. —Mid., ἀποφράξασθαι αὐτούς to bar their passage, Thuc.', 'key': 'a)po/fracis'}