Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀποφθεγματικός
ἀποφθείρω
ἀποφθινύθω
ἀποφθίνω
ἀποφθορά
ἀποφλαυρίζω
ἀποφλοιόω
ἀποφοιτάω
ἀπόφονος
ἀποφορά
ἀποφράγνυμι
ἀπόφραξις
ἀποφράς
ἀποφυγγάνω
ἀποφυγή
ἀποφυσάω
ἀποφώλιος
ἀποχάζομαι
ἀποχαλάω
ἀποχαλινόω
ἀποχαλκεύω
View word page
ἀποφράγνυμι
ἀποφράγνυμι to fence off, block up, Thuc.: metaph., Soph.

ShortDef

to fence off, block up

Debugging

Headword:
ἀποφράγνυμι
Headword (normalized):
ἀποφράγνυμι
Headword (normalized/stripped):
αποφραγνυμι
IDX:
4550
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n4552
Key:
a)pofra/gnumi

Data

{'content': 'ἀποφράγνυμι\n to fence off, block up, Thuc.: metaph., Soph.', 'key': 'a)pofra/gnumi'}