Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀδόκητος
ἀδοκίμαστος
ἀδόκιμος
ἀδολεσχέω
ἀδολέσχης
ἀδολεσχία
ἄδολος
ἀδόνητος
ἀδόξαστος
ἀδοξέω
ἀδοξία
ἄδοξος
ἅδος
ἄδοτος
ἄδουλος
ἀδούπητος
ἀδρανής
Ἀδράστεια
ἄδραστος
Ἀδριακός
Ἀδριανός
View word page
ἀδοξία
ἀδοξία ill-repute, disgrace, Thuc., Plat.; obscurity, Plut.
ShortDef
ill-repute, disgrace
Debugging
Headword:
ἀδοξία
Headword (normalized):
ἀδοξία
Headword (normalized/stripped):
αδοξια
IDX:
455
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n455
Key:
a)doci/a
Data
{'content': 'ἀδοξία\n ill-repute, disgrace, Thuc., Plat.; obscurity, Plut.', 'key': 'a)doci/a'}