Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀποφθέγγομαι
ἀπόφθεγκτος
ἀπόφθεγμα
ἀποφθεγματικός
ἀποφθείρω
ἀποφθινύθω
ἀποφθίνω
ἀποφθορά
ἀποφλαυρίζω
ἀποφλοιόω
ἀποφοιτάω
ἀπόφονος
ἀποφορά
ἀποφράγνυμι
ἀπόφραξις
ἀποφράς
ἀποφυγγάνω
ἀποφυγή
ἀποφυσάω
ἀποφώλιος
ἀποχάζομαι
View word page
ἀποφοιτάω
ἀποφοιτάω to cease to go to school, Plat.
ShortDef
to cease to go to school
Debugging
Headword:
ἀποφοιτάω
Headword (normalized):
ἀποφοιτάω
Headword (normalized/stripped):
αποφοιταω
IDX:
4547
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n4549
Key:
a)pofoita/w
Data
{'content': 'ἀποφοιτάω\n to cease to go to school, Plat.', 'key': 'a)pofoita/w'}