Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀπόφημι
ἀποφθέγγομαι
ἀπόφθεγκτος
ἀπόφθεγμα
ἀποφθεγματικός
ἀποφθείρω
ἀποφθινύθω
ἀποφθίνω
ἀποφθορά
ἀποφλαυρίζω
ἀποφλοιόω
ἀποφοιτάω
ἀπόφονος
ἀποφορά
ἀποφράγνυμι
ἀπόφραξις
ἀποφράς
ἀποφυγγάνω
ἀποφυγή
ἀποφυσάω
ἀποφώλιος
View word page
ἀποφλοιόω
ἀποφλοιόω φλοιός mid., to strip off oneself, Anth.
ShortDef
peel, strip off
Debugging
Headword:
ἀποφλοιόω
Headword (normalized):
ἀποφλοιόω
Headword (normalized/stripped):
αποφλοιοω
IDX:
4546
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n4548
Key:
a)pofloio/omai
Data
{'content': 'ἀποφλοιόω\n φλοιός\n mid., to strip off oneself, Anth.', 'key': 'a)pofloio/omai'}