Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀπόφευξις
ἀπόφημι
ἀποφθέγγομαι
ἀπόφθεγκτος
ἀπόφθεγμα
ἀποφθεγματικός
ἀποφθείρω
ἀποφθινύθω
ἀποφθίνω
ἀποφθορά
ἀποφλαυρίζω
ἀποφλοιόω
ἀποφοιτάω
ἀπόφονος
ἀποφορά
ἀποφράγνυμι
ἀπόφραξις
ἀποφράς
ἀποφυγγάνω
ἀποφυγή
ἀποφυσάω
View word page
ἀποφλαυρίζω
ἀποφλαυρίζω to treat slightingly, make no account of, τι Hdt.

ShortDef

to treat slightingly, make no account of

Debugging

Headword:
ἀποφλαυρίζω
Headword (normalized):
ἀποφλαυρίζω
Headword (normalized/stripped):
αποφλαυριζω
IDX:
4545
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n4547
Key:
a)poflauri/zw

Data

{'content': 'ἀποφλαυρίζω\n to treat slightingly, make no account of, τι Hdt.', 'key': 'a)poflauri/zw'}