Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀποφευκτικός
ἀπόφευξις
ἀπόφημι
ἀποφθέγγομαι
ἀπόφθεγκτος
ἀπόφθεγμα
ἀποφθεγματικός
ἀποφθείρω
ἀποφθινύθω
ἀποφθίνω
ἀποφθορά
ἀποφλαυρίζω
ἀποφλοιόω
ἀποφοιτάω
ἀπόφονος
ἀποφορά
ἀποφράγνυμι
ἀπόφραξις
ἀποφράς
ἀποφυγγάνω
ἀποφυγή
View word page
ἀποφθορά
ἀποφθορά ἀποφθείρω utter destruction, Aesch.

ShortDef

utter destruction

Debugging

Headword:
ἀποφθορά
Headword (normalized):
ἀποφθορά
Headword (normalized/stripped):
αποφθορα
IDX:
4544
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n4546
Key:
a)pofqora/

Data

{'content': 'ἀποφθορά\n ἀποφθείρω\n utter destruction, Aesch.', 'key': 'a)pofqora/'}