Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀποφέρω
ἀποφεύγω
ἀποφευκτικός
ἀπόφευξις
ἀπόφημι
ἀποφθέγγομαι
ἀπόφθεγκτος
ἀπόφθεγμα
ἀποφθεγματικός
ἀποφθείρω
ἀποφθινύθω
ἀποφθίνω
ἀποφθορά
ἀποφλαυρίζω
ἀποφλοιόω
ἀποφοιτάω
ἀπόφονος
ἀποφορά
ἀποφράγνυμι
ἀπόφραξις
ἀποφράς
View word page
ἀποφθινύθω
ἀποφθινύθω only in pres. to perish, Il. trans. to lose, Il.
ShortDef
to perish
Debugging
Headword:
ἀποφθινύθω
Headword (normalized):
ἀποφθινύθω
Headword (normalized/stripped):
αποφθινυθω
IDX:
4542
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n4544
Key:
a)pofqinu/qw
Data
{'content': 'ἀποφθινύθω\n only in pres. to perish, Il.\n trans. to lose, Il.', 'key': 'a)pofqinu/qw'}