Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀποφάσκω
ἀποφέρβομαι
ἀποφέρω
ἀποφεύγω
ἀποφευκτικός
ἀπόφευξις
ἀπόφημι
ἀποφθέγγομαι
ἀπόφθεγκτος
ἀπόφθεγμα
ἀποφθεγματικός
ἀποφθείρω
ἀποφθινύθω
ἀποφθίνω
ἀποφθορά
ἀποφλαυρίζω
ἀποφλοιόω
ἀποφοιτάω
ἀπόφονος
ἀποφορά
ἀποφράγνυμι
View word page
ἀποφθεγματικός
ἀποφθεγματικός ἀπόφθεγμα dealing in apophthegms, sententious, Plut.

ShortDef

dealing in apophthegms, sententious

Debugging

Headword:
ἀποφθεγματικός
Headword (normalized):
ἀποφθεγματικός
Headword (normalized/stripped):
αποφθεγματικος
IDX:
4540
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n4542
Key:
a)pofqegmatiko/s

Data

{'content': 'ἀποφθεγματικός\n ἀπόφθεγμα\n dealing in apophthegms, sententious, Plut.', 'key': 'a)pofqegmatiko/s'}