Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀπόφασις2
ἀποφάσκω
ἀποφέρβομαι
ἀποφέρω
ἀποφεύγω
ἀποφευκτικός
ἀπόφευξις
ἀπόφημι
ἀποφθέγγομαι
ἀπόφθεγκτος
ἀπόφθεγμα
ἀποφθεγματικός
ἀποφθείρω
ἀποφθινύθω
ἀποφθίνω
ἀποφθορά
ἀποφλαυρίζω
ἀποφλοιόω
ἀποφοιτάω
ἀπόφονος
ἀποφορά
View word page
ἀπόφθεγμα
ἀπόφθεγμα ἀποφθέγγομαι a terse pointed saying, an apophthegm, Xen.

ShortDef

a terse pointed saying, an apophthegm

Debugging

Headword:
ἀπόφθεγμα
Headword (normalized):
ἀπόφθεγμα
Headword (normalized/stripped):
αποφθεγμα
IDX:
4539
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n4541
Key:
a)po/fqegma

Data

{'content': 'ἀπόφθεγμα\n ἀποφθέγγομαι\n a terse pointed saying, an apophthegm, Xen.', 'key': 'a)po/fqegma'}