Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀπόφασις
ἀπόφασις2
ἀποφάσκω
ἀποφέρβομαι
ἀποφέρω
ἀποφεύγω
ἀποφευκτικός
ἀπόφευξις
ἀπόφημι
ἀποφθέγγομαι
ἀπόφθεγκτος
ἀπόφθεγμα
ἀποφθεγματικός
ἀποφθείρω
ἀποφθινύθω
ἀποφθίνω
ἀποφθορά
ἀποφλαυρίζω
ἀποφλοιόω
ἀποφοιτάω
ἀπόφονος
View word page
ἀπόφθεγκτος
ἀπόφθεγκτος = ἄφθεγκτος, Eur.

ShortDef

voiceless

Debugging

Headword:
ἀπόφθεγκτος
Headword (normalized):
ἀπόφθεγκτος
Headword (normalized/stripped):
αποφθεγκτος
IDX:
4538
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n4540
Key:
a)po/fqegktos

Data

{'content': 'ἀπόφθεγκτος\n = ἄφθεγκτος, Eur.', 'key': 'a)po/fqegktos'}