Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἄπους
ἀποφαιδρύνω
ἀποφαίνω
ἀπόφανσις
ἀπόφασις
ἀπόφασις2
ἀποφάσκω
ἀποφέρβομαι
ἀποφέρω
ἀποφεύγω
ἀποφευκτικός
ἀπόφευξις
ἀπόφημι
ἀποφθέγγομαι
ἀπόφθεγκτος
ἀπόφθεγμα
ἀποφθεγματικός
ἀποφθείρω
ἀποφθινύθω
ἀποφθίνω
ἀποφθορά
View word page
ἀποφευκτικός
ἀποφευκτικός ἀποφεύγω useful in escaping: τὰ ἀπ. means of acquittal, Xen.

ShortDef

useful in escaping

Debugging

Headword:
ἀποφευκτικός
Headword (normalized):
ἀποφευκτικός
Headword (normalized/stripped):
αποφευκτικος
IDX:
4534
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n4536
Key:
a)pofeuktiko/s

Data

{'content': 'ἀποφευκτικός\n ἀποφεύγω\n useful in escaping: τὰ ἀπ. means of acquittal, Xen.', 'key': 'a)pofeuktiko/s'}