Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀποτυμπανίζω
ἀποτυπόω
ἀποτύπτω
ἀπουρίζω
ἄπουρος
ἀπουσία
ἄπους
ἀποφαιδρύνω
ἀποφαίνω
ἀπόφανσις
ἀπόφασις
ἀπόφασις2
ἀποφάσκω
ἀποφέρβομαι
ἀποφέρω
ἀποφεύγω
ἀποφευκτικός
ἀπόφευξις
ἀπόφημι
ἀποφθέγγομαι
ἀπόφθεγκτος
View word page
ἀπόφασις
ἀπόφασις ἀπόφημι a denial, negation, opp. to κατάφασις, Plat.

ShortDef

a denial, negation
a sentence, decision

Debugging

Headword:
ἀπόφασις
Headword (normalized):
ἀπόφασις
Headword (normalized/stripped):
αποφασις
IDX:
4528
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n4530
Key:
a)po/fasis1

Data

{'content': 'ἀπόφασις\n ἀπόφημι\n a denial, negation, opp. to κατάφασις, Plat.', 'key': 'a)po/fasis1'}