Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀποτρέπω
ἀποτρέχω
ἀποτρίβω
ἀποτρόπαιος
ἀποτροπή
ἀπότροπος
ἀπότροφος
ἀποτρύχω
ἀποτρύω
ἀποτρώγω
ἀποτρωπάω
ἀποτυγχάνω
ἀποτυμπανίζω
ἀποτυπόω
ἀποτύπτω
ἀπουρίζω
ἄπουρος
ἀπουσία
ἄπους
ἀποφαιδρύνω
ἀποφαίνω
View word page
ἀποτρωπάω
ἀποτρωπάω ἀποτρέπω Frequentat. of ἀποτρέπω, only in pres., Hom.
ShortDef
turn away (freq. of ἀποτρέπω)
Debugging
Headword:
ἀποτρωπάω
Headword (normalized):
ἀποτρωπάω
Headword (normalized/stripped):
αποτρωπαω
IDX:
4516
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n4518
Key:
a)potrwpa/w
Data
{'content': 'ἀποτρωπάω\n ἀποτρέπω\n Frequentat. of ἀποτρέπω, only in pres., Hom.', 'key': 'a)potrwpa/w'}