Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀπότιμος
ἀποτινάσσω
ἀποτίνω
ἀποτιστέος
ἀποτμήγω
ἀποτμητέος
ἄποτμος
ἀποτολμάω
ἀποτομή
ἀπότομος
ἀποτοξεύω
ἄποτος
ἀποτρέπω
ἀποτρέχω
ἀποτρίβω
ἀποτρόπαιος
ἀποτροπή
ἀπότροπος
ἀπότροφος
ἀποτρύχω
ἀποτρύω
View word page
ἀποτοξεύω
ἀποτοξεύω to shoot off arrows, Luc. to shoot a person, τινά τινι Luc.

ShortDef

to shoot off arrows

Debugging

Headword:
ἀποτοξεύω
Headword (normalized):
ἀποτοξεύω
Headword (normalized/stripped):
αποτοξευω
IDX:
4504
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n4506
Key:
a)potoceu/w

Data

{'content': 'ἀποτοξεύω\n to shoot off arrows, Luc.\n to shoot a person, τινά τινι Luc.', 'key': 'a)potoceu/w'}