Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀποτίμησις
ἀπότιμος
ἀποτινάσσω
ἀποτίνω
ἀποτιστέος
ἀποτμήγω
ἀποτμητέος
ἄποτμος
ἀποτολμάω
ἀποτομή
ἀπότομος
ἀποτοξεύω
ἄποτος
ἀποτρέπω
ἀποτρέχω
ἀποτρίβω
ἀποτρόπαιος
ἀποτροπή
ἀπότροπος
ἀπότροφος
ἀποτρύχω
View word page
ἀπότομος
ἀπότομος ἀποτέμνω cut off, abrupt, precipitous, Hdt.; ἀπότομον ὤρουσεν εἰς ἀνάγκαν, metaph. from one who comes suddenly to the edge of a cliff, Soph. metaph. severe, relentless, Eur.

ShortDef

cut off, abrupt, precipitous

Debugging

Headword:
ἀπότομος
Headword (normalized):
ἀπότομος
Headword (normalized/stripped):
αποτομος
IDX:
4503
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n4505
Key:
a)po/tomos

Data

{'content': 'ἀπότομος\n ἀποτέμνω\n cut off, abrupt, precipitous, Hdt.; ἀπότομον ὤρουσεν εἰς ἀνάγκαν, metaph. from one who comes suddenly to the edge of a cliff, Soph.\n metaph. severe, relentless, Eur.', 'key': 'a)po/tomos'}