Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀποτίμημα
ἀποτίμησις
ἀπότιμος
ἀποτινάσσω
ἀποτίνω
ἀποτιστέος
ἀποτμήγω
ἀποτμητέος
ἄποτμος
ἀποτολμάω
ἀποτομή
ἀπότομος
ἀποτοξεύω
ἄποτος
ἀποτρέπω
ἀποτρέχω
ἀποτρίβω
ἀποτρόπαιος
ἀποτροπή
ἀπότροπος
ἀπότροφος
View word page
ἀποτομή
ἀποτομή ἀποτέμνω a cutting off, Xen.

ShortDef

a cutting off

Debugging

Headword:
ἀποτομή
Headword (normalized):
ἀποτομή
Headword (normalized/stripped):
αποτομη
IDX:
4502
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n4504
Key:
a)potomh/

Data

{'content': 'ἀποτομή\n ἀποτέμνω\n a cutting off, Xen.', 'key': 'a)potomh/'}