Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀποτιμάω
ἀποτίμημα
ἀποτίμησις
ἀπότιμος
ἀποτινάσσω
ἀποτίνω
ἀποτιστέος
ἀποτμήγω
ἀποτμητέος
ἄποτμος
ἀποτολμάω
ἀποτομή
ἀπότομος
ἀποτοξεύω
ἄποτος
ἀποτρέπω
ἀποτρέχω
ἀποτρίβω
ἀποτρόπαιος
ἀποτροπή
ἀπότροπος
View word page
ἀποτολμάω
ἀποτολμάω to make a bold venture, τινί upon one, Thuc.: c. inf., Aeschin.: Pass., τὰ ἀποτετολμημένα what has been hazarded, Plat.

ShortDef

to make a bold venture

Debugging

Headword:
ἀποτολμάω
Headword (normalized):
ἀποτολμάω
Headword (normalized/stripped):
αποτολμαω
IDX:
4501
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n4503
Key:
a)potolma/w

Data

{'content': 'ἀποτολμάω\n to make a bold venture, τινί upon one, Thuc.: c. inf., Aeschin.: Pass., τὰ ἀποτετολμημένα what has been hazarded, Plat.', 'key': 'a)potolma/w'}