Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀπότιλμα
ἀποτιμάω
ἀποτίμημα
ἀποτίμησις
ἀπότιμος
ἀποτινάσσω
ἀποτίνω
ἀποτιστέος
ἀποτμήγω
ἀποτμητέος
ἄποτμος
ἀποτολμάω
ἀποτομή
ἀπότομος
ἀποτοξεύω
ἄποτος
ἀποτρέπω
ἀποτρέχω
ἀποτρίβω
ἀποτρόπαιος
ἀποτροπή
View word page
ἄποτμος
ἄποτμος unhappy, ill-starred, Hom., Aesch., Eur.: —comp. -ότερος; Sup. -ότατος, Od.

ShortDef

unhappy, ill-starred

Debugging

Headword:
ἄποτμος
Headword (normalized):
ἄποτμος
Headword (normalized/stripped):
αποτμος
IDX:
4500
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n4502
Key:
a)/potmos

Data

{'content': 'ἄποτμος\n unhappy, ill-starred, Hom., Aesch., Eur.: —comp. -ότερος; Sup. -ότατος, Od.', 'key': 'a)/potmos'}